Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

η κότα με τα χρυσά αυγά!

   Μια φορά κι έναν καιρό ο αφέντης ενός πλούσιου σπιτιού, αποφάσισε να λείψει για ένα διάστημα για τις δουλειές του και ήταν πολύ προβληματισμένος για το που θα άφηνε το θησαυρό  του. Σκέφτηκε πολύ και στο τέλος αποφάσισε να τον αφήσει στους αγαπημένους του δούλους.
   ''Αυτοί θα προσέξουν σαν τα μάτια τους το θησαυρό μου. Τους έχω από μικρούς στη δούλεψή μου και νομίζω πως μπορώ να τους εμπιστευτώ.''

   Τους κάλεσε και τους εξομολογήθηκε τις σκέψεις του. Αυτοί δέχτηκαν με προθυμία, αλλά μόλις αντίκρυσαν το θησαυρό, έμειναν άναυδοι. Νόμιζαν πως τους κορόιδευε, αφού αντί για θησαυρό αυτό που έβλεπαν δεν ήταν άλλο παρά μια κότα.
  ''Αφέντη....''!
   Εκείνος κατάλαβε την έκπληξή τους και τους πρόλαβε απαντώντας τους.
   ''Είναι δώρο από το βασιλιά. Με αυτήν την κότα έκανα τα πάντα μέχρι σήμερα.Θέλω να μου τη φυλάτε.''
   Οι υπηρέτες δέχτηκαν χωρίς να πολυκαταλαβαίνουν και ο αφέντης τους χαιρέτησε κι έφυγε.
   Την επομένη ημέρα που πήγαν να καθαρίσουν το κοτέτσι, είδαν πως η κότα είχε κάνει ένα χρυσό αυγό.
   Γεμάτοι με έκπληξη και χαρά γι αυτό που αντίκρυσαν, αποφάσισαν να το κρύψουν μιας και για τον αφέντη τους όπως σκέφτηκαν, δεν ήταν τίποτε, ενώ αυτοί θα έλυναν πολλά από τα προβλήματά τους.
   Η άλλη ημέρα όμως τους βρήκε με τις ίδιες σκέψεις  και με το δεύτερο αυγό στην ίδια κρυψώνα.      Μετά από ημέρες ήταν πια πολύ πλούσιοι για να κρύβονται. Αγόρασαν ρούχα, υπηρέτες, φύλακες και άρχισαν να ζουν μέσα στη χλιδή.

   Δεν άργησε όμως  η μέρα ,που είδαν από μακριά τον αφέντη τους να έρχεται. Ταραγμένοι κάπως  αλλά και απροετοίμαστοι μιας και είχαν θολώσει από τον πλούτο, είπαν μεταξύ τους:
   ''Τώρα δεν τον έχουμε ανάγκη. θα τον φυλακίσουμε και η κότα θα μείνει σε μας.''
    Τον έπιασαν και τον έβαλαν σε μια κάμαρη του σπιτιού μιας και δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν και αποφάσισαν να συνεχίζουν να ζουν βασιλικά.
   Έφτασε η μέρα όμως που η κότα σταμάτησε να κάνει πια χρυσά αυγά και γεμάτοι οργή αποφάσισαν να τη σκοτώσουν.
   ''Μη άνδρα μου'' είπε η γυναίκα του.
   ''Να τη παχύνουμε για να φάμε και το κρέας της.''
    Συμφώνησαν και έτσι έκαναν.

    Δεν πέρασαν δυο μέρες και από μακριά φάνηκε να έρχεται  ο βασιλιάς με τη συνοδεία του.   Ξεπέζεψε και  αναζήτησε τον αφέντη τους.
''Λείπει βασιλιά μου σε δουλειές''
   Ο βασιλιάς είδε τριγύρω τον πλούτο που δεν μπορούσε να κρυφτεί, τους υπηρέτες μουλωχτούς από την τρομάρα τους και ντυμένοι με βασιλικά ρούχα και γέμισε καχυποψίες.
   Έβαλε τους στρατιώτες του να ψάξουν και από μακριά  βλέπει την κότα που του χάρισε, να είναι μαζί με τις άλλες και να τρώει.
  Τότε κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά και συλλαμβάνει τους δυο υπηρέτες που τα ομολόγησαν όλα.
Ο αφέντης τους μόλις ελευθερώθηκε,  τους ρώτησε πως καταδέχτηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο σε αυτόν που τους είχε τόσα χρόνια μαζί του, μα εκείνοι από τη σαστιμάρα τους, δεν είπαν τίποτα.

   ''Σας πρόδωσε η πλεονεξία σας και η κότα που σας άφησα.  Όχι μόνο αρπάξατε τα αυγά της, αλλά θελήσατε να φάτε και το κρέας της.''
   ''Σας έθρεψα σας έδωσα όσα είχατε και οταν δε με είχατε ανάγκη με πετάξατε στη φυλακή. Ποια θα είναι η τιμωρία σας?''

   Η τιμωρία δεν έγινε γνωστή ποτέ, μα κάποιοι λένε πως τους είδαν να ζουν μαζί με την κότα στο κοτέτσι μέχρι τα βαθιά γεράματα.




Δεν υπάρχουν σχόλια: